Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Τλῶς
τμήγας
τμήγω
τμήδην
τμῆμα
τμημάτιον
τμηματώδης
τμῆσις
τμητέον
τμητέος
τμητήρ
τμητής
τμητικός
τμητός
τμητοσίδηρος
Τμῶλος
τόθεν
τόθι
τοι
τοίγαρ
τοιγάρ
View word page
τμητήρ
one who cuts

ShortDef

one who cuts

Debugging

Headword:
τμητήρ
Headword (normalized):
τμητήρ
Headword (normalized/stripped):
τμητηρ
IDX:
88197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88198
Key:

Data

{'content': 'one who cuts'}