Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τλησικάρδιος
τλησίπονος
τλῆσις
τλητέος
τλητικός
τλητός
Τλῶς
τμήγας
τμήγω
τμήδην
τμῆμα
τμημάτιον
τμηματώδης
τμῆσις
τμητέον
τμητέος
τμητήρ
τμητής
τμητικός
τμητός
τμητοσίδηρος
View word page
τμῆμα
a part cut off, a section, piece

ShortDef

a part cut off, a section, piece

Debugging

Headword:
τμῆμα
Headword (normalized):
τμῆμα
Headword (normalized/stripped):
τμημα
IDX:
88191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88192
Key:

Data

{'content': 'a part cut off, a section, piece'}