Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τληπαθής
Τληπόλεμος
τλησικάρδιος
τλησίπονος
τλῆσις
τλητέος
τλητικός
τλητός
Τλῶς
τμήγας
τμήγω
τμήδην
τμῆμα
τμημάτιον
τμηματώδης
τμῆσις
τμητέον
τμητέος
τμητήρ
τμητής
τμητικός
View word page
τμήγω
to cut, cleave

ShortDef

to cut, cleave

Debugging

Headword:
τμήγω
Headword (normalized):
τμήγω
Headword (normalized/stripped):
τμηγω
IDX:
88189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88190
Key:

Data

{'content': 'to cut, cleave'}