Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τλάθυμος
τλάμων
τλάω
τλήθυμος
τλημοσύνη
τλήμων
τλῆναι
τληπάθεια
τληπαθέω
τληπάθημα
τληπαθής
Τληπόλεμος
τλησικάρδιος
τλησίπονος
τλῆσις
τλητέος
τλητικός
τλητός
Τλῶς
τμήγας
τμήγω
View word page
τληπαθής
wretched, enduring

ShortDef

wretched, enduring

Debugging

Headword:
τληπαθής
Headword (normalized):
τληπαθής
Headword (normalized/stripped):
τληπαθης
IDX:
88179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88180
Key:

Data

{'content': 'wretched, enduring'}