Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τιτθολαβέω
τιτθός
τιτιγόνιον
τιτίζω
Τίτιος
τιτίς
τιτλάρια
τιτλόω
τίτος
Τίτος
τιτρώσκω
τιττυβίζω
Τιτυοκτόνος
Τιτυός
τιτύρινος
τιτυριστής
τίτυρος
τιτύς
τιτύσκομαι
τιτώ
τίφη
View word page
τιτρώσκω
to wound
ShortDef
to wound
Debugging
Headword:
τιτρώσκω
Headword (normalized):
τιτρώσκω
Headword (normalized/stripped):
τιτρωσκω
IDX:
88151
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88152
Key:
Data
{'content': 'to wound'}