Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τιμωρησείω
τιμώρησις
τιμωρητέον
τιμωρητέος
τιμωρητήρ
τιμωρητής
τιμωρητικός
τιμωρία
τιμωρός
τίνα
τίναγμα
τιναγμός
τινάκτειρα
τινακτοπήληξ
τινάκτωρ
τινάσσω
τινθός
τινθυρίζω
τίνυμαι
τίνω
τιό
View word page
τίναγμα
a shake, quake

ShortDef

a shake, quake

Debugging

Headword:
τίναγμα
Headword (normalized):
τίναγμα
Headword (normalized/stripped):
τιναγμα
IDX:
88093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88094
Key:

Data

{'content': 'a shake, quake'}