Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τιμωρέω
τιμώρημα
τιμωρησείω
τιμώρησις
τιμωρητέον
τιμωρητέος
τιμωρητήρ
τιμωρητής
τιμωρητικός
τιμωρία
τιμωρός
τίνα
τίναγμα
τιναγμός
τινάκτειρα
τινακτοπήληξ
τινάκτωρ
τινάσσω
τινθός
τινθυρίζω
τίνυμαι
View word page
τιμωρός
avenging, succouring; upholding honor
ShortDef
avenging, succouring; upholding honor
Debugging
Headword:
τιμωρός
Headword (normalized):
τιμωρός
Headword (normalized/stripped):
τιμωρος
IDX:
88091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88092
Key:
Data
{'content': 'avenging, succouring; upholding honor'}