Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τιμούχιον
τιμοῦχος
τιμωλίτης
Τίμων
τιμώνιον
τιμωρέω
τιμώρημα
τιμωρησείω
τιμώρησις
τιμωρητέον
τιμωρητέος
τιμωρητήρ
τιμωρητής
τιμωρητικός
τιμωρία
τιμωρός
τίνα
τίναγμα
τιναγμός
τινάκτειρα
τινακτοπήληξ
View word page
τιμωρητέος
one must assist
ShortDef
one must assist
Debugging
Headword:
τιμωρητέος
Headword (normalized):
τιμωρητέος
Headword (normalized/stripped):
τιμωρητεος
IDX:
88086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88087
Key:
Data
{'content': 'one must assist'}