Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Τιμολέων
τιμοῦς
τιμουχέω
τιμουχία
τιμούχιον
τιμοῦχος
τιμωλίτης
Τίμων
τιμώνιον
τιμωρέω
τιμώρημα
τιμωρησείω
τιμώρησις
τιμωρητέον
τιμωρητέος
τιμωρητήρ
τιμωρητής
τιμωρητικός
τιμωρία
τιμωρός
τίνα
View word page
τιμώρημα
help, aid, succour given

ShortDef

help, aid, succour given

Debugging

Headword:
τιμώρημα
Headword (normalized):
τιμώρημα
Headword (normalized/stripped):
τιμωρημα
IDX:
88082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88083
Key:

Data

{'content': 'help, aid, succour given'}