Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τιμασία
Τιμασίων
τιμαχεῖον
τιμάω
τιμή
τιμήεις
τίμημα
τίμησις
τιμητεία
τιμητέος
τιμητεύω
τιμητήρ
τιμητήριος
τιμητής
τιμητικός
τιμητός
τιμιάζω
τιμικόν
τιμιοπωλέω
τιμιοπώλης
τίμιος
View word page
τιμητεύω
to be censor

ShortDef

to be censor

Debugging

Headword:
τιμητεύω
Headword (normalized):
τιμητεύω
Headword (normalized/stripped):
τιμητευω
IDX:
88047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-88048
Key:

Data

{'content': 'to be censor'}