Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντικύπτω
Ἀντικύρα
Ἀντικυρεύς
ἀντικυρία
ἀντικύρω
ἀντικωλύω
ἀντικωμάζω
ἀντικωμῳδέω
ἀντιλαβή
ἀντιλαγχάνω
ἀντιλάζομαι
ἀντιλακτίζω
ἀντιλακωνίζω
ἀντιλαλέω
ἀντιλαμβάνω
ἀντιλάμπω
ἀντίλαμψις
ἀντιλέγω
ἀντιλειτουργέω
ἀντιλεκτέον
ἀντιλεκτέος
View word page
ἀντιλάζομαι
to take hold of, hold by

ShortDef

to take hold of, hold by

Debugging

Headword:
ἀντιλάζομαι
Headword (normalized):
ἀντιλάζομαι
Headword (normalized/stripped):
αντιλαζομαι
IDX:
8802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8803
Key:

Data

{'content': 'to take hold of, hold by'}