Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντικυματόω
ἀντικύπτω
Ἀντικύρα
Ἀντικυρεύς
ἀντικυρία
ἀντικύρω
ἀντικωλύω
ἀντικωμάζω
ἀντικωμῳδέω
ἀντιλαβή
ἀντιλαγχάνω
ἀντιλάζομαι
ἀντιλακτίζω
ἀντιλακωνίζω
ἀντιλαλέω
ἀντιλαμβάνω
ἀντιλάμπω
ἀντίλαμψις
ἀντιλέγω
ἀντιλειτουργέω
ἀντιλεκτέον
View word page
ἀντιλαγχάνω
to have a new arbitration granted

ShortDef

to have a new arbitration granted

Debugging

Headword:
ἀντιλαγχάνω
Headword (normalized):
ἀντιλαγχάνω
Headword (normalized/stripped):
αντιλαγχανω
IDX:
8801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8802
Key:

Data

{'content': 'to have a new arbitration granted'}