Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντικυδαίνω
ἀντικυμαίνομαι
ἀντικυματόω
ἀντικύπτω
Ἀντικύρα
Ἀντικυρεύς
ἀντικυρία
ἀντικύρω
ἀντικωλύω
ἀντικωμάζω
ἀντικωμῳδέω
ἀντιλαβή
ἀντιλαγχάνω
ἀντιλάζομαι
ἀντιλακτίζω
ἀντιλακωνίζω
ἀντιλαλέω
ἀντιλαμβάνω
ἀντιλάμπω
ἀντίλαμψις
ἀντιλέγω
View word page
ἀντικωμῳδέω
to ridicule in turn

ShortDef

to ridicule in turn

Debugging

Headword:
ἀντικωμῳδέω
Headword (normalized):
ἀντικωμῳδέω
Headword (normalized/stripped):
αντικωμωδεω
IDX:
8799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8800
Key:

Data

{'content': 'to ridicule in turn'}