Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τιθάσευμα
τιθασευτέον
τιθασευτής
τιθασευτικός
τιθασεύω
τιθάσιον
τιθασός
τιθασοτρόφος
τίθημι
τιθήνα
τιθηνέω
τιθήνη
τιθήνημα
τιθήνησις
τιθηνητήριος
τιθηνοκομητέον
τιθηνός
Τιθραύστης
τιθύμαλλος
Τιθωνός
τικτικός
View word page
τιθηνέω
take care of, tend, nurse
ShortDef
take care of, tend, nurse
Debugging
Headword:
τιθηνέω
Headword (normalized):
τιθηνέω
Headword (normalized/stripped):
τιθηνεω
IDX:
87998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87999
Key:
Data
{'content': 'take care of, tend, nurse'}