Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τίη
τιθαιβώσσω
τιθάς
τιθασεία
τιθάσευμα
τιθασευτέον
τιθασευτής
τιθασευτικός
τιθασεύω
τιθάσιον
τιθασός
τιθασοτρόφος
τίθημι
τιθήνα
τιθηνέω
τιθήνη
τιθήνημα
τιθήνησις
τιθηνητήριος
τιθηνοκομητέον
τιθηνός
View word page
τιθασός
tame, domestic
ShortDef
tame, domestic
Debugging
Headword:
τιθασός
Headword (normalized):
τιθασός
Headword (normalized/stripped):
τιθασος
IDX:
87994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87995
Key:
Data
{'content': 'tame, domestic'}