Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τίζω
τίη
τιθαιβώσσω
τιθάς
τιθασεία
τιθάσευμα
τιθασευτέον
τιθασευτής
τιθασευτικός
τιθασεύω
τιθάσιον
τιθασός
τιθασοτρόφος
τίθημι
τιθήνα
τιθηνέω
τιθήνη
τιθήνημα
τιθήνησις
τιθηνητήριος
τιθηνοκομητέον
View word page
τιθάσιον
tamed, domesticated

ShortDef

tamed, domesticated

Debugging

Headword:
τιθάσιον
Headword (normalized):
τιθάσιον
Headword (normalized/stripped):
τιθασιον
IDX:
87993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87994
Key:

Data

{'content': 'tamed, domesticated'}