Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τιγροειδής
τίζω
τίη
τιθαιβώσσω
τιθάς
τιθασεία
τιθάσευμα
τιθασευτέον
τιθασευτής
τιθασευτικός
τιθασεύω
τιθάσιον
τιθασός
τιθασοτρόφος
τίθημι
τιθήνα
τιθηνέω
τιθήνη
τιθήνημα
τιθήνησις
τιθηνητήριος
View word page
τιθασεύω
to tame, domesticate

ShortDef

to tame, domesticate

Debugging

Headword:
τιθασεύω
Headword (normalized):
τιθασεύω
Headword (normalized/stripped):
τιθασευω
IDX:
87992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87993
Key:

Data

{'content': 'to tame, domesticate'}