Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τιγρήϊος
τίγρις
τιγροειδής
τίζω
τίη
τιθαιβώσσω
τιθάς
τιθασεία
τιθάσευμα
τιθασευτέον
τιθασευτής
τιθασευτικός
τιθασεύω
τιθάσιον
τιθασός
τιθασοτρόφος
τίθημι
τιθήνα
τιθηνέω
τιθήνη
τιθήνημα
View word page
τιθασευτής
one who tames
ShortDef
one who tames
Debugging
Headword:
τιθασευτής
Headword (normalized):
τιθασευτής
Headword (normalized/stripped):
τιθασευτης
IDX:
87990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87991
Key:
Data
{'content': 'one who tames'}