Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τηρητικός
τήρητρα
τηρός
τητάομαι
τῆτες
τήτη
τητινός
τηΰσιος
τιάρα
τιάρας
τιαραφόρος
τιαρόδεσμον
τιαροειδής
Τιβεριάς
Τιβεριεύς
Τιβέριος
Τίβυρον
τιγγαβάρινος
Τιγράνης
τιγρήϊος
τίγρις
View word page
τιαραφόρος
wearing a tiara
ShortDef
wearing a tiara
Debugging
Headword:
τιαραφόρος
Headword (normalized):
τιαραφόρος
Headword (normalized/stripped):
τιαραφορος
IDX:
87971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87972
Key:
Data
{'content': 'wearing a tiara'}