Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντίκτησις
ἀντικτόνος
ἀντικτυπέω
ἀντικυδαίνω
ἀντικυμαίνομαι
ἀντικυματόω
ἀντικύπτω
Ἀντικύρα
Ἀντικυρεύς
ἀντικυρία
ἀντικύρω
ἀντικωλύω
ἀντικωμάζω
ἀντικωμῳδέω
ἀντιλαβή
ἀντιλαγχάνω
ἀντιλάζομαι
ἀντιλακτίζω
ἀντιλακωνίζω
ἀντιλαλέω
ἀντιλαμβάνω
View word page
ἀντικύρω
to hit upon, meet
ShortDef
to hit upon, meet
Debugging
Headword:
ἀντικύρω
Headword (normalized):
ἀντικύρω
Headword (normalized/stripped):
αντικυρω
IDX:
8796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8797
Key:
Data
{'content': 'to hit upon, meet'}