Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τήρημα
Τήρης
τήρησις
τηρητέον
τηρητέος
τηρητήριον
τηρητής
τηρητικός
τήρητρα
τηρός
τητάομαι
τῆτες
τήτη
τητινός
τηΰσιος
τιάρα
τιάρας
τιαραφόρος
τιαρόδεσμον
τιαροειδής
Τιβεριάς
View word page
τητάομαι
to be in want, suffer want
ShortDef
to be in want, suffer want
Debugging
Headword:
τητάομαι
Headword (normalized):
τητάομαι
Headword (normalized/stripped):
τηταομαι
IDX:
87964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87965
Key:
Data
{'content': 'to be in want, suffer want'}