Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τηρέω
τήρημα
Τήρης
τήρησις
τηρητέον
τηρητέος
τηρητήριον
τηρητής
τηρητικός
τήρητρα
τηρός
τητάομαι
τῆτες
τήτη
τητινός
τηΰσιος
τιάρα
τιάρας
τιαραφόρος
τιαρόδεσμον
τιαροειδής
View word page
τηρός
a warden, guard

ShortDef

a warden, guard

Debugging

Headword:
τηρός
Headword (normalized):
τηρός
Headword (normalized/stripped):
τηρος
IDX:
87963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87964
Key:

Data

{'content': 'a warden, guard'}