Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τηνόθι
τῆνος
τηνῶ
τηξιμελής
τηξίποθος
τῆξις
Τηρεύς
τηρέω
τήρημα
Τήρης
τήρησις
τηρητέον
τηρητέος
τηρητήριον
τηρητής
τηρητικός
τήρητρα
τηρός
τητάομαι
τῆτες
τήτη
View word page
τήρησις
a watching, keeping, guarding
ShortDef
a watching, keeping, guarding
Debugging
Headword:
τήρησις
Headword (normalized):
τήρησις
Headword (normalized/stripped):
τηρησις
IDX:
87956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87957
Key:
Data
{'content': 'a watching, keeping, guarding'}