Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τηνίκα
τηνικάδε
τηνικαῦτα
τηνόθι
τῆνος
τηνῶ
τηξιμελής
τηξίποθος
τῆξις
Τηρεύς
τηρέω
τήρημα
Τήρης
τήρησις
τηρητέον
τηρητέος
τηρητήριον
τηρητής
τηρητικός
τήρητρα
τηρός
View word page
τηρέω
to watch over, protect, guard

ShortDef

to watch over, protect, guard

Debugging

Headword:
τηρέω
Headword (normalized):
τηρέω
Headword (normalized/stripped):
τηρεω
IDX:
87953
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87954
Key:

Data

{'content': 'to watch over, protect, guard'}