Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Τῆλος
τηλόσε
τηλοτάτω
τηλοῦ
τηλουρός
τηλύγετος
τηλύθροος
τηλωπός
τημέλεια
τημελέω
τημελής
Τήμενος
Τῆμνον
Τῆμνος
τῆμος
τηνάκις
τηνάλλως
τηνεῖ
τήνελλα
τήνελλος
τηνίκα
View word page
τημελής
careful, heedful
ShortDef
careful, heedful
Debugging
Headword:
τημελής
Headword (normalized):
τημελής
Headword (normalized/stripped):
τημελης
IDX:
87933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87934
Key:
Data
{'content': 'careful, heedful'}