Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τηλοπέτης
Τῆλος
τηλόσε
τηλοτάτω
τηλοῦ
τηλουρός
τηλύγετος
τηλύθροος
τηλωπός
τημέλεια
τημελέω
τημελής
Τήμενος
Τῆμνον
Τῆμνος
τῆμος
τηνάκις
τηνάλλως
τηνεῖ
τήνελλα
τήνελλος
View word page
τημελέω
to protect, look after

ShortDef

to protect, look after

Debugging

Headword:
τημελέω
Headword (normalized):
τημελέω
Headword (normalized/stripped):
τημελεω
IDX:
87932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87933
Key:

Data

{'content': 'to protect, look after'}