Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τηλέφιον
τηλεφόρος
Τήλεφος
τηλέχθων
τηλία
τηλίζω
τηλίκος
τηλικόσδε
τηλικοῦτος
τήλινος
τῆλις
τῆλις2
τήλιστος
τηλίτης
τηλόθε
τηλόθεν
τηλοῖ
τηλόμελι
τηλοπέτης
Τῆλος
τηλόσε
View word page
τῆλις
fenugreek

ShortDef

fenugreek
[marriagable maiden > τᾶλις]

Debugging

Headword:
τῆλις
Headword (normalized):
τῆλις
Headword (normalized/stripped):
τηλις
IDX:
87914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87915
Key:

Data

{'content': 'fenugreek'}