Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τῆθος
τήθυον
Τηθύς
Τήϊος
τηϊουργής
τηκεδονικός
τηκεδών
τηκόλιθος
τηκτέον
τηκτικός
τηκτός
τήκω
τηλαύγημα
τηλαυγής
τηλαύγησις
τῆλε
τηλεβαθής
τηλέβιος
τηλεβόας
τηλεβόλος
τηλέγονος
View word page
τηκτός
melted, molten
ShortDef
melted, molten
Debugging
Headword:
τηκτός
Headword (normalized):
τηκτός
Headword (normalized/stripped):
τηκτος
IDX:
87873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87874
Key:
Data
{'content': 'melted, molten'}