Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τηγανίζω
τηγανισμός
τηγανιστός
τηγανίτης
τῆγμα
τῆδε
τῇδε
τηθαλλαδοῦς
τήθη
τηθία
τηθίς
τῆθος
τήθυον
Τηθύς
Τήϊος
τηϊουργής
τηκεδονικός
τηκεδών
τηκόλιθος
τηκτέον
τηκτικός
View word page
τηθίς
a father's
ShortDef
a father's
Debugging
Headword:
τηθίς
Headword (normalized):
τηθίς
Headword (normalized/stripped):
τηθις
IDX:
87862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87863
Key:
Data
{'content': "a father's"}