Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τηγανητόν
τηγανίζω
τηγανισμός
τηγανιστός
τηγανίτης
τῆγμα
τῆδε
τῇδε
τηθαλλαδοῦς
τήθη
τηθία
τηθίς
τῆθος
τήθυον
Τηθύς
Τήϊος
τηϊουργής
τηκεδονικός
τηκεδών
τηκόλιθος
τηκτέον
View word page
τηθία
old woman
ShortDef
old woman
Debugging
Headword:
τηθία
Headword (normalized):
τηθία
Headword (normalized/stripped):
τηθια
IDX:
87861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87862
Key:
Data
{'content': 'old woman'}