Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τηβεννοφόριον
τηγανητόν
τηγανίζω
τηγανισμός
τηγανιστός
τηγανίτης
τῆγμα
τῆδε
τῇδε
τηθαλλαδοῦς
τήθη
τηθία
τηθίς
τῆθος
τήθυον
Τηθύς
Τήϊος
τηϊουργής
τηκεδονικός
τηκεδών
τηκόλιθος
View word page
τήθη
a grandmother
ShortDef
a grandmother
Debugging
Headword:
τήθη
Headword (normalized):
τήθη
Headword (normalized/stripped):
τηθη
IDX:
87860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87861
Key:
Data
{'content': 'a grandmother'}