Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τήβεννα
τηβέννειος
τηβεννικός
τηβεννοφορέω
τηβεννοφόριον
τηγανητόν
τηγανίζω
τηγανισμός
τηγανιστός
τηγανίτης
τῆγμα
τῆδε
τῇδε
τηθαλλαδοῦς
τήθη
τηθία
τηθίς
τῆθος
τήθυον
Τηθύς
Τήϊος
View word page
τῆγμα
colour, paint
ShortDef
colour, paint
Debugging
Headword:
τῆγμα
Headword (normalized):
τῆγμα
Headword (normalized/stripped):
τηγμα
IDX:
87856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87857
Key:
Data
{'content': 'colour, paint'}