Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τέῳ
τέων
τέως
Τέως
τζάγγη
τζαγκάριος
τζάπιον
τῇ
τῆ
τῆβαι
τήβεννα
τηβέννειος
τηβεννικός
τηβεννοφορέω
τηβεννοφόριον
τηγανητόν
τηγανίζω
τηγανισμός
τηγανιστός
τηγανίτης
τῆγμα
View word page
τήβεννα
toga

ShortDef

toga

Debugging

Headword:
τήβεννα
Headword (normalized):
τήβεννα
Headword (normalized/stripped):
τηβεννα
IDX:
87846
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87847
Key:

Data

{'content': 'toga'}