Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντικοσμέω
ἀντικοσμήτης
ἀντικοτέω
ἀντίκοψις
ἀντικράζω
ἀντικρατέω
ἀντικρίνω
ἀντίκριος
ἀντίκρουσις
ἀντικρουσμός
ἀντικρούω
ἀντικρύ
ἄντικρυς
ἀντίκτησις
ἀντικτόνος
ἀντικτυπέω
ἀντικυδαίνω
ἀντικυμαίνομαι
ἀντικυματόω
ἀντικύπτω
Ἀντικύρα
View word page
ἀντικρούω
to strike against, to be a hindrance, counteract

ShortDef

to strike against, to be a hindrance, counteract

Debugging

Headword:
ἀντικρούω
Headword (normalized):
ἀντικρούω
Headword (normalized/stripped):
αντικρουω
IDX:
8783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8784
Key:

Data

{'content': 'to strike against, to be a hindrance, counteract'}