Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τεχνολογητέον
τεχνολογία
τεχνολόγος
τεχνοπαίγνιον
τεχνοπαράδοτος
τεχνοπωλικός
τεχνούργημα
τεχνουργός
τεχνόω
τεχνύδριον
τεχνύφιον
τέχνωσις
τέῳ
τέων
τέως
Τέως
τζάγγη
τζαγκάριος
τζάπιον
τῇ
τῆ
View word page
τεχνύφιον
workshop, study
ShortDef
workshop, study
Debugging
Headword:
τεχνύφιον
Headword (normalized):
τεχνύφιον
Headword (normalized/stripped):
τεχνυφιον
IDX:
87834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87835
Key:
Data
{'content': 'workshop, study'}