Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τεχνοδίαιτος
τεχνοειδής
τεχνολογέω
τεχνολογητέον
τεχνολογία
τεχνολόγος
τεχνοπαίγνιον
τεχνοπαράδοτος
τεχνοπωλικός
τεχνούργημα
τεχνουργός
τεχνόω
τεχνύδριον
τεχνύφιον
τέχνωσις
τέῳ
τέων
τέως
Τέως
τζάγγη
τζαγκάριος
View word page
τεχνουργός
industrial
ShortDef
industrial
Debugging
Headword:
τεχνουργός
Headword (normalized):
τεχνουργός
Headword (normalized/stripped):
τεχνουργος
IDX:
87831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87832
Key:
Data
{'content': 'industrial'}