Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τεχνογράφος
τεχνοδίαιτος
τεχνοειδής
τεχνολογέω
τεχνολογητέον
τεχνολογία
τεχνολόγος
τεχνοπαίγνιον
τεχνοπαράδοτος
τεχνοπωλικός
τεχνούργημα
τεχνουργός
τεχνόω
τεχνύδριον
τεχνύφιον
τέχνωσις
τέῳ
τέων
τέως
Τέως
τζάγγη
View word page
τεχνούργημα
a work of art

ShortDef

a work of art

Debugging

Headword:
τεχνούργημα
Headword (normalized):
τεχνούργημα
Headword (normalized/stripped):
τεχνουργημα
IDX:
87830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87831
Key:

Data

{'content': 'a work of art'}