Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τεχνογραφικός
τεχνογράφος
τεχνοδίαιτος
τεχνοειδής
τεχνολογέω
τεχνολογητέον
τεχνολογία
τεχνολόγος
τεχνοπαίγνιον
τεχνοπαράδοτος
τεχνοπωλικός
τεχνούργημα
τεχνουργός
τεχνόω
τεχνύδριον
τεχνύφιον
τέχνωσις
τέῳ
τέων
τέως
Τέως
View word page
τεχνοπωλικός
making a trade of art

ShortDef

making a trade of art

Debugging

Headword:
τεχνοπωλικός
Headword (normalized):
τεχνοπωλικός
Headword (normalized/stripped):
τεχνοπωλικος
IDX:
87829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87830
Key:

Data

{'content': 'making a trade of art'}