Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντικόπτω
ἀντικορύσσομαι
ἀντικοσμέω
ἀντικοσμήτης
ἀντικοτέω
ἀντίκοψις
ἀντικράζω
ἀντικρατέω
ἀντικρίνω
ἀντίκριος
ἀντίκρουσις
ἀντικρουσμός
ἀντικρούω
ἀντικρύ
ἄντικρυς
ἀντίκτησις
ἀντικτόνος
ἀντικτυπέω
ἀντικυδαίνω
ἀντικυμαίνομαι
ἀντικυματόω
View word page
ἀντίκρουσις
a striking against, hindrance: a repartee

ShortDef

a striking against, hindrance: a repartee

Debugging

Headword:
ἀντίκρουσις
Headword (normalized):
ἀντίκρουσις
Headword (normalized/stripped):
αντικρουσις
IDX:
8781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8782
Key:

Data

{'content': 'a striking against, hindrance: a repartee'}