Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τεχνητικός
τεχνητός
τεχνήτωρ
τεχνικός
τεχνίον
τεχνιτεία
τεχνίτευμα
τεχνιτεύω
τεχνίτης
τεχνιτικός
τεχνῖτις
τεχνογραφέω
τεχνογραφικός
τεχνογράφος
τεχνοδίαιτος
τεχνοειδής
τεχνολογέω
τεχνολογητέον
τεχνολογία
τεχνολόγος
τεχνοπαίγνιον
View word page
τεχνῖτις
crafts-woman

ShortDef

crafts-woman

Debugging

Headword:
τεχνῖτις
Headword (normalized):
τεχνῖτις
Headword (normalized/stripped):
τεχνιτις
IDX:
87817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87818
Key:

Data

{'content': 'crafts-woman'}