Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τέχνησις
τεχνητικός
τεχνητός
τεχνήτωρ
τεχνικός
τεχνίον
τεχνιτεία
τεχνίτευμα
τεχνιτεύω
τεχνίτης
τεχνιτικός
τεχνῖτις
τεχνογραφέω
τεχνογραφικός
τεχνογράφος
τεχνοδίαιτος
τεχνοειδής
τεχνολογέω
τεχνολογητέον
τεχνολογία
τεχνολόγος
View word page
τεχνιτικός
of or for a craftsman

ShortDef

of or for a craftsman

Debugging

Headword:
τεχνιτικός
Headword (normalized):
τεχνιτικός
Headword (normalized/stripped):
τεχνιτικος
IDX:
87816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87817
Key:

Data

{'content': 'of or for a craftsman'}