Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τεχνήμων
τέχνησις
τεχνητικός
τεχνητός
τεχνήτωρ
τεχνικός
τεχνίον
τεχνιτεία
τεχνίτευμα
τεχνιτεύω
τεχνίτης
τεχνιτικός
τεχνῖτις
τεχνογραφέω
τεχνογραφικός
τεχνογράφος
τεχνοδίαιτος
τεχνοειδής
τεχνολογέω
τεχνολογητέον
τεχνολογία
View word page
τεχνίτης
an artificer, artisan, craftsman, skilled workman

ShortDef

an artificer, artisan, craftsman, skilled workman

Debugging

Headword:
τεχνίτης
Headword (normalized):
τεχνίτης
Headword (normalized/stripped):
τεχνιτης
IDX:
87815
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87816
Key:

Data

{'content': 'an artificer, artisan, craftsman, skilled workman'}