Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τέχνημα
τεχνήμων
τέχνησις
τεχνητικός
τεχνητός
τεχνήτωρ
τεχνικός
τεχνίον
τεχνιτεία
τεχνίτευμα
τεχνιτεύω
τεχνίτης
τεχνιτικός
τεχνῖτις
τεχνογραφέω
τεχνογραφικός
τεχνογράφος
τεχνοδίαιτος
τεχνοειδής
τεχνολογέω
τεχνολογητέον
View word page
τεχνιτεύω
make

ShortDef

make

Debugging

Headword:
τεχνιτεύω
Headword (normalized):
τεχνιτεύω
Headword (normalized/stripped):
τεχνιτευω
IDX:
87814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87815
Key:

Data

{'content': 'make'}