Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τεχνήεις
τέχνημα
τεχνήμων
τέχνησις
τεχνητικός
τεχνητός
τεχνήτωρ
τεχνικός
τεχνίον
τεχνιτεία
τεχνίτευμα
τεχνιτεύω
τεχνίτης
τεχνιτικός
τεχνῖτις
τεχνογραφέω
τεχνογραφικός
τεχνογράφος
τεχνοδίαιτος
τεχνοειδής
τεχνολογέω
View word page
τεχνίτευμα
a work of art, art

ShortDef

a work of art, art

Debugging

Headword:
τεχνίτευμα
Headword (normalized):
τεχνίτευμα
Headword (normalized/stripped):
τεχνιτευμα
IDX:
87813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87814
Key:

Data

{'content': 'a work of art, art'}