Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τέχνη
τεχνήεις
τέχνημα
τεχνήμων
τέχνησις
τεχνητικός
τεχνητός
τεχνήτωρ
τεχνικός
τεχνίον
τεχνιτεία
τεχνίτευμα
τεχνιτεύω
τεχνίτης
τεχνιτικός
τεχνῖτις
τεχνογραφέω
τεχνογραφικός
τεχνογράφος
τεχνοδίαιτος
τεχνοειδής
View word page
τεχνιτεία
artifice
ShortDef
artifice
Debugging
Headword:
τεχνιτεία
Headword (normalized):
τεχνιτεία
Headword (normalized/stripped):
τεχνιτεια
IDX:
87812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87813
Key:
Data
{'content': 'artifice'}