Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τεχνάω
τέχνη
τεχνήεις
τέχνημα
τεχνήμων
τέχνησις
τεχνητικός
τεχνητός
τεχνήτωρ
τεχνικός
τεχνίον
τεχνιτεία
τεχνίτευμα
τεχνιτεύω
τεχνίτης
τεχνιτικός
τεχνῖτις
τεχνογραφέω
τεχνογραφικός
τεχνογράφος
τεχνοδίαιτος
View word page
τεχνίον
dim. of τέχνη, skill, art; a gimmick
ShortDef
dim. of τέχνη, skill, art; a gimmick
Debugging
Headword:
τεχνίον
Headword (normalized):
τεχνίον
Headword (normalized/stripped):
τεχνιον
IDX:
87811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87812
Key:
Data
{'content': 'dim. of τέχνη, skill, art; a gimmick'}