Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τεχναστέον
τεχναστός
τεχνάω
τέχνη
τεχνήεις
τέχνημα
τεχνήμων
τέχνησις
τεχνητικός
τεχνητός
τεχνήτωρ
τεχνικός
τεχνίον
τεχνιτεία
τεχνίτευμα
τεχνιτεύω
τεχνίτης
τεχνιτικός
τεχνῖτις
τεχνογραφέω
τεχνογραφικός
View word page
τεχνήτωρ
artificer, maker

ShortDef

artificer, maker

Debugging

Headword:
τεχνήτωρ
Headword (normalized):
τεχνήτωρ
Headword (normalized/stripped):
τεχνητωρ
IDX:
87809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87810
Key:

Data

{'content': 'artificer, maker'}