Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τεχνασμός
τεχναστέον
τεχναστός
τεχνάω
τέχνη
τεχνήεις
τέχνημα
τεχνήμων
τέχνησις
τεχνητικός
τεχνητός
τεχνήτωρ
τεχνικός
τεχνίον
τεχνιτεία
τεχνίτευμα
τεχνιτεύω
τεχνίτης
τεχνιτικός
τεχνῖτις
τεχνογραφέω
View word page
τεχνητός
artificial
ShortDef
artificial
Debugging
Headword:
τεχνητός
Headword (normalized):
τεχνητός
Headword (normalized/stripped):
τεχνητος
IDX:
87808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87809
Key:
Data
{'content': 'artificial'}