Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τέχνασμα
τεχνασμός
τεχναστέον
τεχναστός
τεχνάω
τέχνη
τεχνήεις
τέχνημα
τεχνήμων
τέχνησις
τεχνητικός
τεχνητός
τεχνήτωρ
τεχνικός
τεχνίον
τεχνιτεία
τεχνίτευμα
τεχνιτεύω
τεχνίτης
τεχνιτικός
τεχνῖτις
View word page
τεχνητικός
artificial, refined

ShortDef

artificial, refined

Debugging

Headword:
τεχνητικός
Headword (normalized):
τεχνητικός
Headword (normalized/stripped):
τεχνητικος
IDX:
87807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87808
Key:

Data

{'content': 'artificial, refined'}