Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τεχνάρχης
τέχνασμα
τεχνασμός
τεχναστέον
τεχναστός
τεχνάω
τέχνη
τεχνήεις
τέχνημα
τεχνήμων
τέχνησις
τεχνητικός
τεχνητός
τεχνήτωρ
τεχνικός
τεχνίον
τεχνιτεία
τεχνίτευμα
τεχνιτεύω
τεχνίτης
τεχνιτικός
View word page
τέχνησις
artifice

ShortDef

artifice

Debugging

Headword:
τέχνησις
Headword (normalized):
τέχνησις
Headword (normalized/stripped):
τεχνησις
IDX:
87806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-87807
Key:

Data

{'content': 'artifice'}